- οἰκέτην
- οἰκέτηςhousehold slavemasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обычьныи — (133) пр. 1.Обычный: Аще ка˫а жена... въ обычьнааго мѣсто женьскааго одѣни˫а мѹжьскоѥ прииметь. да бѹдеть проклѧта. (εἰωϑότος) КЕ XII, 88б; води же пакы възвративъшисѧ и шедъши далече ѡбычнаго своѥго мѣста, и потопи чл҃вкъ •е҃• (τοῦ συνήϑους… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… … Dictionary of Greek